"Πλατεία Μικρασιατών" η νέα πλατεία τής πόλης μας;

«Πλατεία Μικρασιατών» η νέα πλατεία τής πόλης μας;

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ http://ret-anadromes.blogspot.com

    Παρακολούθησα πρόσφατα στον τοπικό Τύπο τού Ρεθύμνου την πρόταση των Ρεθυμνίων Μικρασιατών να δοθεί το όνομα «ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ» στη νέα θαυμάσια πλατεία που ο υπερδραστήριος Δήμος τής πόλης μας δημιούργησε στο πλαίσιο ενός εν εξελίξει γενικού εξωραϊσμού τής πόλης μας και τής αισθητικής της.

    Η πρόταση των Ρεθυμνίων Μικρασιατών με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο και θα ήθελα με το παρόν σημείωμά μου να καταθέσω, κι εγώ προσωπικά, την απόλυτη συναίνεσή μου. Και ο χώρος, εξάλλου, στην παλιά πόλη και παρά το πρώτο Δημοτικό Σχολείο, συναινεί σε μια τέτοια πρόταση και καταλληλότερη ονομασία για τη συγκεκριμένη πλατεία δεν πρόκειται, νομίζω, να βρεθεί. Το σχολείο αυτό- γνωστό στις μέρες μας και ως «(πρώην)Τούρκικο»- άρχισε να λειτουργεί το έτος 1899 ως 4/θέσιο μικτό σχολείο. Αργότερα, έγινε μόνο Θηλέων. Το 1911 δεχόταν και ελληνόπουλα, ενώ το 1924, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων, αύξησε κατακόρυφα το μαθητικό δυναμικό του και έγινε απόλυτα ελληνικό και από το 1929 και μικτό, για αγόρια και κορίτσια. Στο σχολείο αυτό, επίσης, διέμειναν και φιλοξενήθηκαν προχείρως και προσωρινά οικογένειες προσφύγων Μικρασιατών μετά την άφιξή τους στην πόλη μας.

   Η προσφορά, περαιτέρω, των Μικρασιατών προσφύγων στον τόπο μας, λίγο πολύ, είναι σε όλους μας γνωστή. Το Ρέθυμνο, στα 1922– 1924, όταν υποδέχτηκε τους πρόσφυγες στη ζεστή αγκαλιά του, φυτοζωούσε χωρίς καμιά απολύτως ανάπτυξη, με ένα εμπόριο στάσιμο και μια οικονομία που έφθινε συνεχώς. Αριστουργηματική είναι η περιγραφή τής δύσκολης εκείνης εποχής από τον Παντελή Πρεβελάκη στο «Χρονικό μιας Πολιτείας». Και η απρόβλεπτη προσφυγική λαίλαπα μπορεί μεν να επιδείνωσε προσωρινά την κακομοιριά τού Ρεθύμνου, μακροπρόθεσμα, όμως, συνέτεινε, πιστεύουμε, και η παρουσία των Ελλήνων προσφύγων από τις Μικρασιατικές Πατρίδες στην εμφάνιση τής πρώτης πολιτιστικής ανάπτυξης τού τόπου, αφού αργά μεν αλλά σταθερά οι πρόσφυγες άρχισαν να ασκούν στον τόπο ευεργετικές και μόνον επιρροές και επιδράσεις ερχόμενοι μετά τους επανειλημμένους ξεριζωμούς τού 1915, του 1923, αλλά και του 1924.

   Από το Ρέθυμνο έφυγαν, κατά προσέγγιση, 4000 Οθωμανοί και ήρθαν, συνολικά, 2800 πρόσφυγες, που, κατά κύριο λόγο, προέρχονταν από τις Φώκιες, τ’ Αϊβαλί και τη Σμύρνη. Οι άμοιροι με σπαραγμό ψυχής ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, ξεσπιτώθηκαν από τις περιουσίες τους και όλα τα καλά τους και κατέφθασαν στα ελληνικά εδάφη σε μια εξαιρετικά άθλια κατάσταση. Σε κάθε εμπόδιο που θα τους τύχαινε στη νέα τους πατρίδα αυτόματα έκαναν τη σύγκριση: «Στη Μικρασία, στην Ιωνία, στ’ Αϊ-βαλί, στις Φώκες είχαμε τ’ αμπέλια μας, τα σπίτια μας, Ήμασταν νοικοκύρηδες». Θυμόντουσαν τα πλούτη τους στις «χαμένες και αλησμόνητες πατρίδες» και όλοι τους είχαν, τότε, πολύ περισσότερα από ό,τι έχουν τώρα, από ό,τι έχει όλος ο τόπος που τους φιλοξενεί.

   Στο Ρέθυμνο αποβιβάσθηκαν στο μικρό μας λιμανάκι καραβοτσακισμένοι, απελπισμένοι οι περισσότεροι, με ξερό το ταλαιπωρημένο κορμί τους. Όλους αυτούς η ξεψυχισμένη από τους πολέμους Ελλάδα έπρεπε να τους βολέψει και να τους αποκαταστήσει, αλλά μέχρι να γίνει αυτό πέρασαν πολλά μαύρα χρόνια, που οι πρόσφυγες υπέφεραν και δυστύχησαν πολύ.

   Οι πρώτες ασχολίες τους εδώ, στην πόλη μας, προς επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους αρχικά περιστρέφονται κυρίως γύρω από το λιμάνι και τη θάλασσα. Ψαράδες και οι ίδιοι στις πατρίδες τους δουλεύουν στο λιμάνι, πιάνουν κουπί στις βάρκες που πάνε τους επιβάτες στο βαπόρι, ξεπλέκουν δίχτυα, καλαφατίζουν βάρκες, ψαρεύουν, κάνουν, γενικά, δουλειές τής θάλασσας, αλλά και κάποιοι άλλοι γυρίζουν στους δρόμους και πουλούν φιστίκια ή παίρνουν μια φουφού και ψήνουν κάστανα, βοηθούν στα κάρα, στο ξεφόρτωμα, κάνουν θελήματα και δημιουργούν γύρω τους μια άγνωστη μέχρι τότε δραστηριότητα που έσπρωξε μπροστά τη, μέχρι τότε, στάσιμη και φθίνουσα πολιτεία μας.

Άλλοι- και είναι αρκετοί και αυτοί οι τελευταίοι- τριγυρίζουν άσκοπα στην πόλη μας, σέρνοντας πίσω τους τη δυστυχία τους, χωρίς δουλειά, χωρίς απασχόληση, ξυπόλητοι ή με φθαρμένα και χιλιομπαλωμένα παπούτσια, με ρούχα φθαρμένα. Το δράμα ήταν μεγάλο προπαντός για κείνους που δεν είχαν μάθει να απλώνουν το χέρι και να επαιτούν. Μιλάμε για μεγάλη δυστυχία, για μητέρες που με σπαραγμό ψυχής κοίμιζαν τα παιδιά τους νηστικά και ηλικιωμένους που έμεναν όλη μέρα ξαπλωμένοι, γιατί δεν μπορούσαν από την πείνα να σταθούν στα πόδια τους όρθιοι.

   Αυτοί, όμως, οι άνθρωποι είχαν μέσα τους πλούσια αποθέματα ψυχικού μεγαλείου και πνευματικού πολιτισμού και ενώ οι ίδιοι δεν είχαν προφτάσει ακόμα καλά- καλά να ορθοποδήσουν και να σταθούν στα πόδια τους, άρχισαν και από διάφορα άλλα- πλην των ανωτέρω- πόστα, να ασκούν στον τόπο ευεργετικές και μόνον επιρροές και επιδράσεις. Έτσι, ο πρώτος ηλεκτροφωτισμός στο Ρέθυμνο, μην το ξεχνάμε, είναι επίτευγμα που το έφεραν οι Μικρασιάτες και όλοι γνωρίζουμε τη σημασία τού εξηλεκτρισμού στην ανάπτυξη και την πρόοδο ενός τόπου. Με τους πρόσφυγες είχε έλθει στο Ρέθυμνο και ένας ηλεκτρολόγος- μηχανολόγος, ρεθεμνιώτης στην καταγωγή, που είχε εργαστεί σε ηλεκτρικό εργοστάσιο στη Μικρά Ασία, ο Γιάννης Σκευάκης. Αυτός παροτρύνε τους Ρεθυμνιώτες να δημιουργήσουν την πρώτη στην πόλη μας «Εταιρεία Λαϊκής Βάσης» με μετοχές και να φέρουν την πρώτη μηχανή παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με την καύση ξύλων.

Το Ρέθυμνο, λοιπόν, στάθηκε πρωτοπόρο και στο θέμα τού ηλεκτροφωτισμού στην Κρήτη και αυτό οφείλεται στον παραπάνω Μικρασιάτη, που υπήρξε και ο πρώτος Διευθυντής τού εργοστασίου αυτού και ηλεκτρολόγος του ο Αλκαίος Μυσιρλίδης, ένας άλλος, επίσης, δημιουργικός Μικρασιάτης. Έτσι, στις 14/9/1923- μετά την άφιξη των Μικρασιατών- δίνεται με επιτυχία το πρώτο δοκιμαστικό ρεύμα από το ηλεκτροεργοστάσιο και ανάβουν δέκα το όλον λαμπτήρες στην οδό Τσάρου (σημερινή Αρκαδίου), γεγονός που πανηγυρίζεται θριαμβευτικά από τις τοπικές εφημερίδες[1].

   Αλλά και οι σαπωνοποιίες- η πλέον προσοδοφόρα βιομηχανία τού Ρεθύμνου- τον 20ο αιώνα, συνέχισαν να λειτουργούν και να αυξάνονται σε αριθμό μετά την έλευση και με την προσωπική εργασία και συμμετοχή των προσφύγων, μέχρι και το 1940 περίπου.

   Γνωστή, επίσης, είναι και η ευεργετική στον χώρο, τώρα, της Εκκλησίας παρουσία στην πόλη μας και του αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Βοργιαδάκη, η προτομή τού οποίου κοσμεί τον αύλειο χώρο τού ι. ναού τής Μικρής Παναγίας. Είχε έλθει από τη Μικρασία το 1915, με τον πρώτο διωγμό τού έτους εκείνου. Μαζί του και μερικές ακόμη προσφυγικές οικογένειες. Η συμβολή του στην περίθαλψη των προσφύγων τού δεύτερου μεγάλου διωγμού, του 1922, υπήρξε καταλυτική, γιατί όλα αυτά τα χρόνια είχε ήδη γνωρίσει στην πολιτεία μας πρόσωπα και πράγματα, αλλά και η συμβολή του, περαιτέρω, στην εν γένει πνευματική καθοδήγηση των Ρεθεμνιωτών υπήρξε εξίσου σημαντική και ήταν εξαιρετικά αγαπητός απ’ όλους τους Ρεθεμνιώτες. Ο Ανδρέας Νενεδάκης αποτυπώνει χαρακτηριστικά το μεγαλείο και τη δύναμη τής ψυχής τού λεβέντη Μικρασιάτη παπα- Γρηγόρη: «Ήταν όμορφος άντρας, με μια φωνή καμπάνα. Μπήκε στη παλιά εκκλησία τής Μικρής Παναγίας, που την είχαν μετατρέψει σε τζαμί και σ’ ένα βράδυ χάλασε το μιναρέ, την άσπρισε και κρέμασε τις παλιές εικόνες»[2].

Και η προσφορά στον τόπο μας των Μικρασιατών προσφύγων δεν εξαντλείται με την παραπάνω δειγματοληπτική παρουσίαση που κάναμε. Μην ξεχνάμε, όμως και την άλλη σπουδαία παράμετρο μιας τέτοιας ονομασίας. τη συνεχή, δηλαδή, συνειρμικά, επαναφορά στη μνήμη μας των «Αλησμόνητων Πατρίδων», της Μικρασίας τού Ομήρου, του Θαλή, του Αναξαγόρα, του Αναξιμένη, του Ηράκλειτου και των άλλων Μικρασιατών προσωκρατικών φιλοσόφων, του Ηρόδοτου, του Μεγάλου Βασιλείου και των άλλων Καππαδοκών Πατέρων και εκατοντάδων αγίων της Μικρασιατικής γης, του Σεφέρη, του Φώτη Κόντογλου και τόσων άλλων.

   Θεωρούμε, λοιπόν, ορθότατη και επικροτούμε ολοθύμως την πρόταση των Ρεθυμνίων Μικρασιατών. Εγώ προσωπικά και από τη θέση τού μέλους τής Επιτροπής Ονοματοθεσίας Πλατειών και Οδών τής πόλεως μας που επί δεκαετία και πλέον συμμετέχω, στο επίπεδο τής Περιφέρειας, την περιμένω και θα την υπερψηφίσω, αν μας έλθει, μια τέτοια πρόταση τού Δημοτικού Συμβουλίου.


[1] Κρητική Επιθεώρησις, φ. τής 14/9/1923.
[2] Νενεδάκης Ανδρέας, Οι Βουκέφαλοι, Αθήνα 1991, 195, 198. Ο γνωστός ως «κομμένος μιναρές».

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Οι ευχές των Μικρασιατών να σας συνοδεύουν

Μικρά Ασία 2022 είπε...

Κατάλογος Μικρασιατικών Συλλόγων https://2022mikra-asia.blogspot.com
Είναι πλέον πολλοί οι μικρασιατικοί σύλλογοι που παίρνουν θέση στο ερώτημα 2022 Έτος Προσφυγικής Μνήμης ή Έτος Μικρασιατικού Ελληνισμού;
Οι (έως τώρα) Μικρασιατικοί Σύλλογοι ζητούν το 2022 να ανακηρυχθεί:
50 σύλλογοι ως -> Έτος Μικρασιατικού Ελληνισμού
3 σύλλογοι -> Έτος Μικρασιατικού και Ανατολικοθρακιωτικου Ελληνισμού
1 σύλλογος -> Μικρασιατών και Γενοκτονία τους
1 σύλλογος -> Ελληνισμού της Ανατολής
4 σύλλογοι -> Μικρασιατικής Μνήμης
1 σύλλογος -> Έτος Ξεριζωμού Μικρασιατών 1922-2022
1 σύλλογος -> Έτος Προσφυγικής Μνήμης
1 σύλλογος -> επετειακό για τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή
Περισσότερα εδώ: Ένωση Βουρλιωτών Μικράς Ασίας https://www.facebook.com/groups/299688290162971

Και ακόμα είμαστε στην αρχή.
Δεκάδες είναι οι σύλλογοι που έχοντας λάβει γνώση των γεγονότων μας ενημέρωσαν ότι θα καταθέσουν την πρόταση τους μετά από συζήτηση με το Δ.Σ. του συλλόγου τους.

Η γεωγραφική κατανομή των συλλόγων από τους οποίους έχουμε μέχρι στιγμής τις προτάσεις τους:
4 σύλλογοι από νησιά του Αιγαίου πελάγους
8 σύλλογοι από Θράκη και Ανατολική Μακεδονία
17 σύλλογοι από Κεντρική Μακεδονία
3 σύλλογοι από Δυτική Μακεδονία
1 σύλλογος από Θεσσαλία
5 σύλλογοι από Στερεά Ελλάδα
15 σύλλογοι από Αθήνα, Πειραιά, υπόλοιπο Αττικής
6 σύλλογοι από Πελοπόννησο
3 σύλλογοι από Κρήτη

Στις επόμενες μέρες αναμένονται πολλοί περισσότεροι. Οι Μικρασιατικοί Σύλλογοι που βγήκαν μπροστάρηδες ενημερώνουν για αυτή την πρωτοβουλία και εμείς γινόμαστε αρωγοί στη προσπάθεια τους.
Οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για διορθώσεις και επικαιροποίηση στοιχείων είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτες.
Κατάλογος Μικρασιατικών Συλλόγων https://2022mikra-asia.blogspot.com