Η ΚΡΗΤΗ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ 19ΟΣ- 20ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ- ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ- ΓΛΥΠΤΙΚΗ


ΝΤΕΝΙΖ- ΧΛΟΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ 

Η ΚΡΗΤΗ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ 19ΟΣ- 20ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ- ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ- ΓΛΥΠΤΙΚΗ

[Εκδόσεις «ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ», Ηράκλειο 2010, σχ. 8ο (24Χ17), σσ. 317] 

  ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://ret-anadromes.blogspot.com/


    Μια θαυμάσια μελέτη με τίτλο: «Η Κρήτη των Καλλιτεχνών 19ος- 20ος αιώνας- Αγιογραφία- Ζωγραφική- Γλυπτική» γνώρισε πρόσφατα το φως τής δημοσιότητας. Συγγραφέας της η κ. Ντενίζ- Χλόη Αλεβίζου, δόκιμος ερευνήτρια και ιστορικός τής Τέχνης, δρ. τού Πανεπιστημίου τής Κρήτης. Θέμα της, όπως και από τον τίτλο καταδεικνύεται, το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι τής Κρήτης κατά τους δύο τελευταίους αιώνες τής δεύτερης χιλιετίας. 
    Στη μελέτη της αυτήν, η κ. Ντενίζ- Χλόη Αλεβίζου επιδίδεται σε μιαν πρώτη καταγραφή και αποθησαύριση ενός ενδιαφέροντος και λίαν αξιόλογου υλικού μέσα από το οποίο πληροφορούμαστε και αναγνωρίζουμε μιαν, εν πολλοίς, άγνωστη σε μας σήμερα Κρήτη, την Κρήτη των Καλλιτεχνών, την Κρήτη των αγιογράφων, των ζωγράφων και των γλυπτών. Πολλοί από τους Καλλιτέχνες αυτούς υπήρξαν Κρήτες, που, μετά τις καλλιτεχνικές σπουδές τους στο Κέντρο, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα και να βρουν εκεί την επαγγελματική τους διέξοδο και, μάλιστα, συχνά στον χώρο τής ορθόδοξης εκκλησιαστικής αγιογραφίας. Και αυτό γινόταν πάντα μέσα από μύριες στερήσεις και αντιξοότητες, αφού είχαν να αντιπαλαίσουν με τη γνωστή κατάσταση ημιμάθειας μέσα στην οποία ζούσε κατά τον 19ο αι. το νησί. Γιατί η Τέχνη είναι γνωστό ότι συμβαδίζει πάντοτε με την παιδεία και την αισθητική καλλιέργεια τού λαού. Και πώς μπορούσε, αλήθεια, να αντιληφθεί τέχνη ένας ημιμαθής και απαίδευτος λαός; 
    Η εμμονή τής συγγραφέως στις ελευθερίες που έδωσαν στον τόπο ο Οργανικός Νόμος (1868) και η Σύμβαση τής Χαλέπας (1878), αλλά και το ερώτημα που εισάγει για το κατά πόσον υπήρξε τέχνη στα χρόνια τής Τουρκοκρατίας, αποδεικνύουν, νομίζουμε, σαφώς αυτήν την τελευταία πραγματικότητα, ότι, δηλαδή, η Τέχνη ζει και αναπτύσσεται «εν ελευθερία», γι’ αυτό ακριβώς είναι πολλοί οι Κρήτες καλλιτέχνες, που, μετά την εισβολή των Τούρκων στο νησί (1648), αναγκάστηκαν, εκ των πραγμάτων, να καταφύγουν στα Βενετοκρατούμενα Ιόνια νησιά, το τελευταίο απομεινάρι τής μη υποδουλωμένης στους Τούρκους Ελληνικής γης. 
    Η παρουσιαζόμενη μελέτη δομείται σε δύο μέρη και πέντε ενότητες. Η διανομή των επί μέρους θεμάτων στο Α΄ Μέρος έχει ως εξής: α) Ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωγραφική κατά τα χρόνια τής Τουρκοκρατίας (17ος- 18ος αι.), κεφάλαιο που παρατίθεται στο βιβλίο και καταλαμβάνει τη θέση Προοιμίου, β) Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Ζωγραφική τον 19ο αιώνα, γ) Απόφοιτοι Ακαδημιών και Σχολών Καλών Τεχνών (19ος αιώνας), δ) Στο γύρισμα τού αιώνα- Η περίοδος τής Κρητικής Αυτονομίας. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται ειδική αναφορά στην περίφημη Α΄ Διεθνή Έκθεση Χανίων, του 1900, η οποία, ανάμεσα στα εκθέματά της, είχε περιλάβει και τον καλλιτεχνικό τομέα. Πρόκειται για ένα εν πολλοίς άγνωστο αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα τής Κρητικής Πολιτισμικής Ιστορίας. 
    Το Β΄ Μέρος τού βιβλίου αναφέρεται στην περίοδο του Μεσοπολέμου και ειδικότερα στην καλλιτεχνική παραγωγή: α) των δεκαετιών 1920 και 1930 σε όλη την Κρήτη και β) των μέσων τού 20ου αιώνα. 
    Η μελέτη αυτή τής κ. Αλεβίζου υπήρξε το αποτέλεσμα ευρείας, απαιτητικής και συντονισμένης προσπάθειας, που στηρίχθηκε σε ένα πλουσιότατο αρχειακό υλικό, σε πληθώρα δημοσιευμένων και αδημοσίευτων μελετών, στον τοπικό τύπο τής κάθε ιστορικής περιόδου που γίνεται αναφορά και σε προφορικές μαρτυρίες απογόνων ή συγγενών των καλλιτεχνών που το έργο τους μελετάται, αναλύεται και διερευνάται διεξοδικά στο βιβλίο. Εξαιρετικά σπουδαία υπήρξε- καθ’ ομολογίαν τής ιδίας τής συγγραφέως- και η συμβολή τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγενίου στη συγγραφή της αυτήν, που, πέραν τής ειδικής επιστημονικής βοήθειας που γενναιόδωρα τής παρέσχε, της επεσήμανε, περαιτέρω, και έργα τής ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωγραφικής και την προέτρεψε να ασχοληθεί ερευνητικά με τη ζωή και το έργο ξεχασμένων αγιογράφων, κυρίως, του 19ου αιώνα, πράγμα που συντέλεσε καθοριστικά στην απόφασή της να διευρύνει τη συλλογή των πληροφοριών της για το καλλιτεχνικό δυναμικό τής Κρήτης, ενώ, τέλος, και προλόγισε το έργο- ως Επίσκοπος Κνωσού, τον καιρό εκείνο- με μια ευσύνοπτη αλλά ουσιώδη αναφορά στην Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Ζωγραφική στην Κρήτη. 
    Η διαπραγμάτευση του εκτεταμένου, όσο και ενδιαφέροντος αυτού θέματος είναι λεπτομερής και αναλυτική και χαρακτηρίζεται για τη σαφήνεια, την εκφραστική πληρότητα και επιστημονική ευσυνειδησία της. Πρόκειται για μιαν εργασία που βρίθει από διακόσιους, τουλάχιστον, Κρήτες Καλλιτέχνες, τους οποίους η συγγραφέας μάς παρουσιάζει κατά χρονολογική σειρά, παραθέτοντάς μας, παράλληλα, ενδιαφέρουσες απεικονίσεις έργων τους, συνοδευόμενες από θαυμάσια ευσύνοπτα κριτικά υπομνήματα τόσο τής ίδιας όσο και ειδικών τεχνοκριτικών. 
    Σημαντικό, κοντά σ’ αυτά, και το γεγονός ότι η συγγραφέας στο βιβλίο της αυτό δεν περιορίζεται μόνο σε καθαρά καλλιτεχνικές μορφές και πληροφορίες, αλλά με εξαιρετική γνώση και ευαισθησία και εντυπωσιακό βάθος γενικής ιστορικής γνώσης και πληρότητας, τον εξεταζόμενο κεντρικό πυρήνα τής Κρητικής Ιστορίας τής Ζωγραφικής τον ανάγει στο γενικότερο ιστορικό «γίγνεσθαι» των δύο αιώνων (19ου και 20ού), των οποίων τα επιτεύγματα τής τέχνης καταλεπτώς εξετάζονται. Έτσι, η Ιστορία τής νεότερης Κρητικής Καλλιτεχνίας ενταγμένη αρμονικά στη Γενική Ιστορία τού νησιού, με τα γεγονότα τοποθετημένα δεξιοτεχνικά πάνω στην ιστορική γραμμή των δύο μελετώμενων αιώνων, διευκολύνει τα μέγιστα στον καθορισμό τού χρόνου των γεγονότων και στη βαθύτερη και αποτελεσματικότερη κατανόησή τους, ενώ, παράλληλα, κάνει και μια πλήρη όσο και περισπούδαστη αναδρομή και στα σπουδαία ιστορικά γεγονότα που έγιναν ρυθμιστές των εξελίξεων και, εν πολλοίς, προσδιόρισαν τη σημερινή ιστορική πραγματικότητα και τις τύχες, γενικότερα, τού νησιού μας, αλλά και τής τέχνης τής Ζωγραφικής. Η παράθεση, περαιτέρω, επιμελών και επιλεγμένων και επιστημονικά εξακριβωμένων υποσημειώσεων και βιβλιογραφικών παραπομπών στα παρατιθέμενα στοιχεία φανερώνει μιαν ικανή κάτοχο τόσο τής ειδικής Βιβλιογραφίας τής Τέχνης τής Ζωγραφικής, όσο και τής Γενικής Ιστορικής Βιβλιογραφίας. 
    Με όλα αυτά οι πληροφορίες που το εν λόγω σύγγραμμα μάς παρέχει είναι, τωόντι, εξαιρετικά σπουδαίες, προσεγμένες, αυθεντικές και υπεύθυνες. Ειδικής βαρύτητας, για μάς τους Ρεθεμνιώτες, είναι τα κεφάλαια στα οποία η κ. Αλεβίζου κάνει ειδική αναφορά στον ρεθεμνιώτη αγιογράφο Χατζή Αντώνιο Βεβελάκη, τον αγιογράφο, που- όπως τιμητικά σημειώνει- κατέχει αναμφισβήτητα μιαν από τις πρώτες θέσεις στο στερέωμα τής Κρήτης των Καλλιτεχνών για το εύρος και την ποιότητα του έργου του. Ο Βεβελάκης χαρακτηρίζεται, περαιτέρω, για την εξαιρετικήν ευχέρεια και ευαισθησία του στη σύνθεση και οργάνωση τού χώρου, στην απόδοση των μορφών και των χρωμάτων, αλλά και τη λεπτομερή και σχεδιαστικά λεπτή εργασία του και εξαιρετική ικανότητά του στη φυσιοκρατική απόδοση των μορφών. 
    Η κ. Αλεβίζου εστιάζει, επίσης, και σε άλλους σπουδαίους Ρεθεμνιώτες καλλιτέχνες, όπως τους αγιογράφους Μιχαήλ Πρέβελη, Ιερόθεο Πραουδάκη, Ιωάννη Σταθάκη και Νέστορα Βασσάλο και τους ζωγράφους Γεώργιο Γαληνό, την εγγονή τού Βεβελάκη Αθηνά Καφάτου, την Αθηνά Ψύρρη, την Αγάπη Πολογιώργη και τους αδελφούς Γιάννη και Λευτέρη Κανακάκη, γλύπτη και ζωγράφο αντίστοιχα. 
    Μια, ακόμα, παράμετρος που χαρακτηρίζει την υψηλή ποιότητα τού έργου είναι και η εντυπωσιακά ωραία, ορθή και στρωτή χρήση τής ελληνικής γλώσσας, που μέσα στις σελίδες τού εν λόγω βιβλίου κυλάει στρωτά, σαν τα γαλήνια νερά τού Ιορδάνη. 
    Η κ. Ντενίζ- Χλόη Αλεβίζου εργάστηκε με απόλυτη συναίσθηση τής ευθύνης και του χρέους της απέναντι στον τόπο και την ιστορία. Το βιβλίο της συγκινεί, διδάσκει και διασώζει για τον Κρητικό λαό και την επιστήμη γενικότερα πολύτιμα πολιτιστικά αποθέματα, που συντηρούν και περισώζουν τον στοχασμό, τον χαρακτήρα, το ήθος, την πνευματική καλλιέργεια και την Τέχνη μιας εποχής. Σκοπός της η ανάδειξη τής σπουδαίας αυτής κληρονομιάς, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο άνθρωπος και ο πολιτισμός του σε κάθε περίοδο τής ιστορικής του πορείας είναι φως και γι’ αυτό πρέπει να φωτίζει και να φωτίζεται και να διδάσκει ορθά τους μεταγενέστερους. Είναι, γι’ αυτό, άξια του δικαίου επαίνου τού τόπου και τής επιστήμης, που με τόση ευσυνειδησία και μόχθο η κ. Αλεβίζου υπηρετεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: