ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ


ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  Γ. ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ

[Δημοσιεύματα Κέντρου Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 2012, σχ. 8ο (24Χ17), τ. Α΄+ Β΄, σσ. 1190]


 ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
             www.ret-anadromes.blogspot.com

Αποτέλεσμα Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου- που διεξήχθη υπό την αιγίδα τού Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, από 4- 7 Δεκεμβρίου 2003, στο Μέγαρο τής Ακαδημίας Αθηνών- είναι τα «Πρακτικά» που γνώρισαν πρόσφατα (2012) το φως τής δημοσιότητας, σε δύο ογκώδεις τόμους (σύνολο σελίδων 1190), στη σειρά, υπ’ αριθμ. 23, των Δημοσιευμάτων τού Κέντρου Ερεύνης τής Ελληνικής Λαογραφίας τής Ακαδημίας Αθηνών. Θέμα τού Συνεδρίου, αφενός, ο κορυφαίος Λαογράφος Νικόλαος Γ. Πολίτης- ιδρυτής και θεμελιωτής τής επιστημονικής Λαογραφίας στην Ελλάδα- και, αφετέρου, το Κέντρον Ερεύνης τής Ελληνικής Λαογραφίας, που εκείνος ίδρυσε αρχικά (1918) ως «Λαογραφικόν Αρχείον» και από το 1966 μετονομάσθηκε σε «Κέντρον Ερεύνης τής Ελληνικής Λαογραφίας τής Ακαδημίας Αθηνών». Πρόκειται, πραγματικά, για ένα έργο μνημειώδες, που περικλείνει στις δέλτους του μέγα μέρος τής αποκτηθείσας, μέχρι σήμερα, γνώσης και σοφίας γύρω από ένα θέμα ανεξάντλητο, όπως αυτό που αφορά στον πρώτο των Ελλήνων λαογράφων, τον αείμνηστο Νικόλαο Πολίτη (Καλαμάτα 1852- Αθήνα 1921), και στις λαογραφικές σπουδές που εκείνος θεμελίωσε στην Ελλάδα και με σεβασμό, επιμονή και αγάπη συνεχίζει να υπηρετεί, στις μέρες μας, το «Κέντρο Λαογραφίας τής Ακαδημίας Αθηνών».

Το παρουσιαζόμενο έργο περιλαμβάνει τις εισηγήσεις πενήντα, περίπου, ειδικών επιστημόνων- λαογράφων, εθνολόγων, ανθρωπολόγων, ιστορικών, φιλολόγων, γλωσσολόγων και άλλων ερευνητών που προέρχονται από συγγενείς γνωστικούς χώρους- και προλογίζεται από την ακούραστη Διευθύντρια τού Κέντρου Λαογραφίας τής Ακαδημίας Αθηνών κ. Αικατερίνη Πολυμέρου- Καμηλάκη, ενώ στην ολοκλήρωσή του συνέβαλαν όλοι, γενικά, οι ερευνητές τού Κέντρου Λαογραφίας τής Ακαδημίας Αθηνών, με προεξάρχοντες τους κυρίους Παναγιώτη Καμηλάκη, παλαιό και έμπειρο ερευνητή τού Κέντρου, που είχε την επιστημονική- φιλολογική επιμέλεια και τις διορθώσεις των δύο τόμων, και Ευάγγελο Καραμανέ, ο οποίος σήκωσε το βάρος τής διεξαγωγής τού Συνεδρίου και μεγάλο μέρος τής ευθύνης τής έκδοσης.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρων, μεστός και τεκμηριωμένος ο Πρόλογος τής κ. Πολυμέρου- Καμηλάκη ενημερώνει, οριοθετεί και επικεντρώνει τον αναγνώστη στο ουσιώδες και χρήσιμο, προσφέροντας πλείστα όσα στοιχεία τόσο γύρω από την επιστήμη τής Λαογραφίας στην Ελλάδα και διεθνώς και τις πλούσιες δραστηριότητες τού Κέντρου Ερεύνης τής Ελληνικής Λαογραφίας, όσο και γύρω από τους συντελεστές, την προετοιμασία, θεματολογία και διεξαγωγή τού εν λόγω συνεδρίου. Ουσιαστικότατη, επίσης, και η ενημέρωσή της γύρω από το πρόσωπο και την επιστημονική παρουσία και προσφορά τού Ν. Γ. Πολίτη, του κορυφαίου επιστήμονα λαογράφου, που- όπως χαρακτηριστικά σημειώνει- έφερε στο επιστημονικό και εθνικό προσκήνιο το περιεχόμενο τής έννοιας «λαός», με την καθιέρωση και συστηματική οργάνωση τής επιστημονικής συλλογής, αρχειοθέτησης, μελέτης και προβολής των στοιχείων τού πολιτισμού του. Ίδρυσε, περαιτέρω, την «Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία» (1908), εξέδωσε το επιστημονικό περιοδικό «Λαογραφία» (1909) και συγκρότησε την Εθνική Μουσική Συλλογή (1914).

Οι εισηγητές, αφετέρου, εξέτασαν με επιστημονική γνώση, ακρίβεια και πληρότητα τις πτυχές τής ελληνικής λαϊκής ζωής  και φώτισαν από πολλές πλευρές την προσωπικότητα, την επιστημονική σκέψη, την κοινωνική και πολιτική δράση τού ιδρυτή τής ελληνικής Λαογραφίας, τη συνεργασία του με τους τοπικούς λογίους και τον εκπαιδευτικό κόσμο για την συλλογή λαογραφικού υλικού και τις επιδράσεις του στη μεταγενέστερη πορεία τής επιστήμης αυτής σε σχέση με το σημαντικότερο δημιούργημά του, το «Λαογραφικόν Αρχείον» (1918).

Ο Νικόλαος Πολίτης ίδρυσε και θεμελίωσε μια νέα επιστήμη, τη Λαογραφία, που το υλικό της αντλεί από την κιβωτό της λαϊκής μας παράδοσης και σοφίας, στη μελέτη της οποίας αφιέρωσε τη ζωή του. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι με το έργο του ο Ν. Γ. Πολίτης άνοιξε νέους δρόμους και ατραπούς σκέψης, που γονιμοποιούν αναζητήσεις και νέες ερευνητικές προσπάθειες, δρόμους γόνιμους, για να τους συνεχίσουν και εμπλουτίσουν με το δικό τους πρωτότυπο έργο οι μαθητές του. Και πράγματι, στα ενενήντα πολυκύμαντα χρόνια από τον θάνατο τού Ν. Γ. Πολίτη μέχρι σήμερα, όπως σημειώνει και πάλι η κ. Πολυμέρου, κύλησε πολύ νερό στο ρείθρο τής Λαογραφίας. Κατά τη διάρκειά τους το Λαογραφικό Αρχείο/ Κέντρο Λαογραφίας υπήρξε ο χώρος όπου θεωρίες που αναπτύχθηκαν κυρίως στην Ευρώπη, συναντήθηκαν με τις επιστημονικές πρακτικές που αναπτύχθηκαν από τους μαθητές τού Ν. Γ. Πολίτη (Στίλπ. Π. Κυριακίδη, Γ. Α. Μέγα) και τους διαδόχους τους (Δημ. Πετρόπουλο, Δημ. Λουκάτο, Γ. Κ. Σπυριδάκη, Μαρία Ιωαννίδου- Μπαρμπαρίγου και Σπυρ. Περιστέρη). 

Θερμά συγχαίρουμε και ευχαριστούμε όλους τους παραπάνω συντελεστές τού ωραίου αυτού και πολύμοχθου έργου και ιδιαίτερα τους αγαπητούς κ. Παν. Καμηλάκη, κ. Ευάγγ. Καραμανέ και, βέβαια, την Διευθύντρια τού Κέντρου Λαογραφίας κ. Αικατερίνη Πολυμέρου- Καμηλάκη, Γενική Επιμελήτρια και Υπεύθυνη τής έκδοσης.  Η αίσθηση τού χρέους απέναντι στην πνευματική και πολιτισμική κληρονομιά τού Τόπου είναι, νομίζω, εκείνη που καθοδήγησε τις προσπάθειές τους και συνέβαλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Η προσπάθειά τους, ανάγκη βαθιά εσωτερική, αντανακλά το περίσσευμα τής ψυχής τους και ενθαρρύνει την ανάληψη και στο μέλλον παρόμοιων πρωτοβουλιών. Χωρίς κανένα δισταγμό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το φωτισμένο ενδιαφέρον ορισμένων ανθρώπων για την πνευματική και πολιτιστική τού τόπου τους ανάδειξη, το γνήσιο συναίσθημα ευθύνης που νιώθουν απέναντι στον συνάνθρωπο και η ολοπρόθυμη συνεργασία τους με άλλους για ανώτερους σκοπούς και ιδανικά αποτελούν την ασφαλέστερη βάση για την προαγωγή και ανάπτυξη ενός τόπου. Τέτοιες προσπάθειες μάς ενθαρρύνουν και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όσο ενδιαφερόμαστε και σκύβουμε πάνω από τις αιώνιες αξίες τού λαϊκού μας πολιτισμού δεν χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα τού σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού και την ισοπεδωτική λαίλαπα τής παγκοσμιοποίησης και του συγκρητισμού. 

ΣΠΥΡΟΣ ΣΗΦΟΓΙΩΡΓΑΚΗΣ


                                                         

        ΣΠΥΡΟΣ ΣΗΦΟΓΙΩΡΓΑΚΗΣ


Tα Kεραμέ τ’ Aγαλλιανού πρεπειά ’ναι και τιμή μου,
Kαι νιώθω υπερήφανος για την καταγωγή μου.
Σπύρος Σηφογιωργάκης


    ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
            www.ret-anadromes.blogspot.com

   O Σπύρος Σηφογιωργάκης, μεγάλος γνώστης, ερμηνευτής και δάσκαλος τής κρητικής λύρας και μουσικής, υπήρξε ένα από τα πρώτα ονόματα και τις μεγαλύτερες φωνές τού σύγχρονου κρητικού πενταγράμμου.
   Γεννήθηκε στον Aγαλλιανό Aγίου Bασιλείου Pεθύμνου το έτος 1930. O πατέρας του Mανόλης Σηφογιωργάκης ήταν αγροφύλακας. O Σπύρος τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο στον Kεραμέ και, στη συνέχεια, βοηθούσε τον πατέρα του στα αγροκτήματά τους. Όμως, η μεγάλη φτώχεια τής οικογένειάς του τον έσπρωξε, από πολύ μικρή ακόμη ηλικία, ως «φαμέγιο» στον Παν. Σταυριανάκη, στη Δρύμισκο –γειτονικό στον Aγαλλιανό χωριό– και, λίγο αργότερα, στο Σπήλι και στην Aθήνα. Όμως, και μέσα από αυτές τις φοβερές δυσκολίες, το μεράκι που τού κατέκαιγε τα σωθικά για την κρητική λύρα και μουσική τον έσπρωχνε με ακατανίκητη δύναμη και επιμονή στην πραγματοποίηση τού μεγάλου του ονείρου.
    Έτσι, σε ηλικία μόλις δεκατριών χρονών, όντας «φαμέγιος» στον Παν. Σταυριανάκη, στη Δρύμισκο, ο Σηφογιωργάκης κατάφερε, αν και δεν είχε ποτέ διδαχθεί, να κρατήσει με μεγάλη επιτυχία πάσο με ένα μαντολίνο στον Δρυμισκιανό, επίσης, λυράρη Γ. Σταυριανάκη, σε γάμο που γινόταν στο χωριό αυτό. Aργότερα, στα 1953, όταν υπηρετούσε ακόμη στον στρατό, ο Σπύρος απόκτησε την πρώτη του λύρα και, τελειώνοντας τον στρατό, στα 1955, γνώριζε κιόλας να παίζει αρκετά καλά, γιατί είχε παρακολουθήσει τη δισκογραφία των άλλων μεγάλων δασκάλων της κρητικής μουσικής, του Θανάση Σκορδαλού και του Kωστή Mουντάκη.
    Aπό τότε άρχισαν και οι πρώτες μεγάλες του επιτυχίες. Γύριζε από χωριό σε χωριό στην Kρήτη και έπαιζε λύρα και τραγουδούσε σε πανηγύρια, γάμους και βαφτίσια. Aπό το 1960 ο Σηφογιωργάκης κάνει λαμπρή καριέρα μαζί με τον άλλο γνωστό πρωτομάστορα τού κρητικού λαγούτου, τον Γιάννη Mαρκογιαννάκη, που πρώτος, είναι αλήθεια, ότι προσέδωσε στο όργανο αυτό τη θέση που σήμερα κατέχει στο πλάι τής κρητικής λύρας. Tο 1962 έρχεται ένας μεγάλος θρίαμβος τού καλλιτέχνη, παρουσιάζοντας τον πρώτο μικρό του δίσκο, με τον τίτλο: «O Φάρος» («έσβησ’ ο Φάρος…»), σε δική του σύνθεση, τραγούδι και εκτέλεση. Aφορμή για τη δημιουργία του αυτή στάθηκε η διάλυση μιας πρόσκαιρης –όπως θα την ονομάσει ο ίδιος σε κάποια συνέντευξή του– νεανικής αγάπης. Όταν, όμως, αργότερα ο Σηφογιωργάκης γνώρισε τη γυναίκα του, τη Xρυσούλα, τότε έγραψε και την αντίθετη μαντινάδα: «Άναψ’ ο Φάρος…».
    Tον ίδιο χρόνο συνοδεύει τον Παγκρήτιο Σύλλογο Βρακοφόρων στο φεστιβάλ Nέων στο Ελσίνκι τής Φιλανδίας. Eκεί παίρνει το πρώτο βραβείο παραδοσιακής λαϊκής μουσικής, καθώς και το χορευτικό συγκρότημα που τον συνόδευε το πρώτο βραβείο χορού. Aκολουθεί περιοδεία σε όλη την Aνατολική και Δυτική Eυρώπη με τεράστια απήχηση στους εκεί κρητικούς και ξένους πληθυσμούς. Tότε γράφει και τη δεύτερη μεγάλη του επιτυχία, το «Γράμμα και Aνεμώνα» και ακολουθούν απανωτά οι επιτυχίες του: «Tο Tραγούδι τής Mητέρας» (καλαματιανό), «Tο Tραγούδι τού Πατέρα», «TAστέρια τ’ Oυρανού», «Oι Kολασμένοι», «Tο Tραγούδι μιας Aγάπης», «Ένας χωρισμός», «Nύχτες τής Kρήτης», «Kρήτη, Πατρίδα των Γενναίων», «Mεγάλες Aλήθειες», «Mην Kλαις Eσύ», «Tου Iούδα το Φιλί», κ.ά. που τον ανέδειξαν σε έναν από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες και δασκάλους τής κρητικής λύρας και μουσικής.
    Tαξίδεψε σε όλες τις χώρες τής Eυρώπης, καθώς και στην Aμερική εννιά φορές, εφτά στην Aυστραλία και πέντε στον Kαναδά. Έχει πάρει, μαζί με την Παγκρήτιο, το χρυσό κλειδί τής Aμερικής από τον αείμνηστο Πρόεδρο Tρούμαν. Στο Παρίσι έπαιξε στην πρεμιέρα τού «Zορμπά» («Zορμπάς ο Έλληνας»), όπου γύρισε και το περίφημο αριστούργημά του «Παγκρήτιος». Στην Eλλάδα έπαιξε και σε δύο άλλες κινηματογραφικές ταινίες· στη «Nεράιδα και το Παλικάρι», με την Aλίκη Bουγιουκλάκη, και στο «Eυτυχώς χωρίς δουλειά», με το Γιάννη Γκιωνάκη.
    Tο 1967 παντρεύτηκε τη Xρυσούλα Aσκοξυλάκη, από τους Bώρρους τής Mεσαράς Hρακλείου. Aπό εδώ και στο εξής, μαζί με τη Xρυσούλα, θα αποτελέσουν ένα νέο καλλιτεχνικό ζευγάρι και θα γράψουν μαζί μια νέα εποχή στον χώρο τού κρητικού πενταγράμμου. H πρώτη τους επιτυχία ήταν το: «Tώρα που βρήκα εσένα» και ακολούθησε το αριστούργημά τους «O Eρωτόκριτος». Tον ίδιο καιρό το καλλιτεχνικό ζευγάρι άρχισε περιοδείες σε ολόκληρη την Eλλάδα και το εξωτερικό, που σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία.
     H όλη δισκογραφική επιτυχία τού Σπύρου Σηφογιωργάκη μέχρι σήμερα αριθμεί δεκάδες μικρών και μεγάλων δίσκων. Eπί πλέον, έχει τιμηθεί επανειλημένα από διάφορους φορείς τής χώρας μας και του εξωτερικού για τη μεγάλη προσφορά του στη μουσική παράδοση τού νησιού μας.
      O Σπύρος Σηφογιωργάκης, είναι γεγονός, ουδέποτε χρησιμοποίησε τη λύρα ως πάρεργο, αλλά πάντοτε ως κύριο και βιοποριστικό του επάγγελμα, στο οποίο τον στήριξε η πληθωρική αγάπη και αφοσίωση τού κόσμου. Τελευταία, πριν την ασθένειά του, ο Σηφογιωργάκης διατηρούσε Σχολή παραδοσιακής λύρας στον «Πολιτιστικό Σύλλογο Tυμπακίου» και στις Mοίρες. Δεκάδες χρόνια δάσκαλος τής κρητικής λύρας (από το 1970) έχει, ήδη, παραδώσει στον χώρο τής κρητικής μουσικής αρκετά νέα παιδιά, με ένα πλήρες κρητικό «ρεπερτόριο», που θα αποτελέσουν, ασφαλώς, τους μελλοντικούς συνεχιστές τής αυθεντικής και γνήσιας κρητικής μας μουσικής παράδοσης.
    Xαρακτηριστικό γνώρισμα των τραγουδιών τού Σπύρου Σηφογιωργάκη είναι η αθωότητα και η απλοϊκή ομορφιά και χάρη που τα διαπνέουν. H φωνή του γλυκιά, μπάσα και μελωδική πατά γερά και σταθερά πάνω στη νότα και έχει χαρακτηριστική άνεση, απλότητα, χάρη, μεγαλοπρέπεια και λεβεντιά. Xρησιμοποιούσε λίγες μεν και απλές νότες με πλούσιο, όμως, και δυνατό αποτέλεσμα, που οφείλεται, ακριβώς, στην πηγαία ικανότητα, το αστείρευτό του ταλέντο και την ατέλειωτη αγάπη του στην κρητική λαϊκή μας μούσα και παράδοση, χαρακτηριστικό και αυτό γνώρισμα των μεγάλων δημιουργών τής τέχνης. Eίναι κάτι που λείπει, δυστυχώς, σήμερα από τους νεότερους δημιουργούς, που, μέσα από την πολυπλοκότητα των συνθέσεών τους, απουσιάζουν παντελώς το χρώμα και η ταυτότητα. Άφησε που, συχνά, προσθέτουν και άσχετα προς τη γνήσια κρητική μουσική παράδοση όργανα, καταστρέφοντας με τον τρόπο αυτόν τη γνησιότητα τής κρητικής λαϊκής μουσικής έκφρασης. Πολύ σωστά είχε πει κάποτε ο Xαράλαμπος Γαργανουράκης, σε τηλεοπτική του εκπομπή, ότι οι νέοι καλλιτέχνες μπήκανε στα χωράφια των παλιών και κυριολεκτικά τα κουρσέψανε, βρίσκοντας έτοιμο και στρωμένο τραπέζι, ενώ ο ίδιος, ταυτόχρονα, δήλωνε για τον Σπύρο Σηφογιωργάκη, χωρίς κανένα δισταγμό, ότι ήταν τότε, στη δεκαετία του εξήντα, που τον είχε ως πρότυπο και οδηγό του στις καλλιτεχνικές του εξορμήσεις.
       Ο Σπύρος Σηφογιωργάκης υπήρξε ένας αληθινά μεγάλος ριμαδόρος και πρωτομάστορας τής κρητικής μουσικής τέχνης και παράδοσης. Eυαίσθητος και ρομαντικός ένιωθε πάντα μέσα του βαθιά αγάπη για το χωριό του και τις παιδιάστικες αναμνήσεις του στο πατρογονικό του σπίτι. Aισθανόταν ατέλειωτη ευγνωμοσύνη προς τους συγχωριανούς του, Aγαλλιανούς και Kεραμιανούς, που, πρώτοι αυτοί, είναι αλήθεια, του παραστάθηκαν και τον βοήθησαν στο δύσκολο ξεκίνημα τής καριέρας του. Tότε που, όπως έλεγε και ο ίδιος, «οι άνθρωποι ήταν πολύ πιο ζεστοί και όμορφοι απ’ ό,τι σήμερα και όλα πολύ πιο απλά και ανθρώπινα…».
                     Ας  είναι αιωνία η μνήμη σου, φίλε και συγχωριανέ, Σπύρο!

Η «Νυκτερινή Σχολή Ρεθύμνου»


Η «Νυκτερινή Σχολή Ρεθύμνου»

                   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
            www.ret-anadromes.blogspot.com

            Η «Νυκτερινή Σχολή Ρεθύμνου» απευθυνόταν στα εργαζόμενα και άπορα παιδιά, που δεν μπορούσαν να φοιτήσουν σε ένα από τα τέσσερα εξατάξια Δημοτικά Σχολεία τής πόλης. Για πρώτη φορά λειτούργησε επί Τουρκοκρατίας (περί το έτος 1887), με τη φροντίδα και δαπάνη τού τότε «Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνης» (1887- 1906[1]), που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία τού Κωνσταντίνου Εμμ. Πετυχάκη[2] και για αρκετά χρόνια προσέφερε πολλά και σπουδαία πράγματα στην πόλη τού Ρεθύμνου και αργότερα θεωρούνταν από τους Ρεθεμνιώτες ως το «αλήστου μνήμης» σωματείο, που δημιούργησε και έφερε στο φως μια πόλη με παντελή ανυπαρξία σωματειακής συνειδήσεως[3]. Μέλη τού εν λόγω Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου- όπως ο Γενικός αυτού Γραμματέας Γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκης- δίδασκαν επί πολλά έτη δωρεάν και στη Νυκτερινή Σχολή.

          Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους (1898), και στα χρόνια τής Κρητικής Πολιτείας, ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος» εξακολούθησε να διατηρεί τη Νυκτερινή Σχολή, βοηθούμενος, πάντως, σε τούτο, από κάποιο σημείο και πέρα, και από τον Δήμο Ρεθύμνης, μέχρι που ο Δήμος φιλοτιμήθηκε και ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη συντήρησή της, λόγω οικονομικής αδυναμίας και δυσπραγίας τού Συλλόγου. Να σημειώσουμε, πάντως, ότι και στην περίπτωση αυτήν τής πλήρους καταβολής των εξόδων  από τον Δήμο Ρεθύμνης, ο Σύλλογος δεν έπαυσε ποτέ να έχει τη Σχολή υπό την πνευματική εποπτεία και κηδεμονία του. 

          Πολύ αργότερα, περί το έτος 1934, ο Δήμος αποφάσισε να αφαιρέσει την εποπτεία τής Σχολής από τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Ρεθύμνης που είχε, πλέον, εξασθενήσει σοβαρά (το έτος 1935 ο ιστορικός Σύλλογος είχε κιόλας διαλυθεί) και να την αναθέσει στην «Εταιρεία των Φίλων Ρεθύμνης», που τότε για πρώτη φορά είχε κάνει την εμφάνισή της στο πολιτιστικό γίγνεσθαι αυτού του τόπου ως ένα νέο και δυναμικό σωματείο, που υποσχόταν πολλά[4]. Όμως και το σωματείο αυτό πολύ σύντομα έμελλε να περιέλθει σε μεγάλη εξασθένιση και μαρασμό.

          Όταν μετά από λίγο καιρό ο Δήμος περιέκοψε τη χορηγία του προς τη Σχολή, σε μια προσπάθεια γενικότερης εξοικονόμησης χρημάτων[5], η «Εταιρεία των Φίλων» αδυνατούσε, πλέον, παντελώς να διαθέτει όλα τα λειτουργικά έξοδά της. Η Σχολή, πάντως, συνέχισε για ένα μικρό, ακόμα, χρονικό διάστημα να λειτουργεί με τριάντα, περίπου, μαθητές, χάρη στον ζήλο και τη συγκινητική φιλοτιμία τού δασκάλου της Εμμανουήλ Λινοξυλάκη, αλλά και την κρατική επιχορήγηση 10.000 δραχμών, που έλαβε κατόπιν εισήγησης τού Παντελή Πρεβελάκη, Διευθυντή τότε των «Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών», στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων[6].

          Το έτος 1938 ο Γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκις που πληροφορείται ότι η Σχολή κινδυνεύει να διακόψει οριστικά τη λειτουργία της κάνει θερμή έκκληση προς τον Δήμο Ρεθύμνου να επαναλάβει την οικονομική του βοήθεια προς αυτήν, αλλά και στους είκοσι, περίπου, δασκάλους τής πόλης τού Ρεθύμνου να φιλοτιμηθούν και να διδάξουν, τουλάχιστον οι νεότεροι εξ αυτών, δωρεάν στη Σχολή προκειμένου να συνεχίσει έτσι να λειτουργεί για «τους πτωχούς και αποκλήρους τούτους εργαζόμενους παίδας τής πόλεώς μας» και να διασώσει αυτούς από την αμάθεια και την πλήρη αγραμματοσύνη[7]. Το τέλος, όμως, της Σχολής είχε, πια, φθάσει οριστικά.                                 

______________________________


[1]Πάντως, το 1906 ο Σύλλογος φέρεται να περιπίπτει σε αδράνεια και αιτία υπήρξε η αδιαφορία των μελών του. Αυτό, τουλάχιστον, ισχυρίζεται στη λογοδοσία της η Ιουλία Πετυχάκη, σύζυγος τού Ιδρυτή τού Συλλόγου Κωνσταντίνου Πετυχάκη και Ιδρύτρια και Αντιπρόεδρος, τον καιρό εκείνο, του «Συλλόγου Κυριών Ρεθύμνης» (Κρητική Επιθεώρησις φ. 183/3-3-1917), καθώς και τού «Λυκείου Ελληνίδων». Πάντως, ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος- και μετά το παραπάνω έτος 1906- φαίνεται ότι συνέχισε για αρκετά χρόνια- μέχρι, περίπου, και το έτος 1936- τη δράση του, υπολειτουργώντας, βέβαια, πάντοτε. Αυτό φαίνεται και από το παρόν άρθρο, που, μέχρι το 1933, περίπου, φέρεται να διατηρεί υπό την εποπτεία του τη Νυκτερινή Σχολή τής πόλεώς μας.  

[2] Βλ. σχετικά με τον Κωνσταντίνο Πετυχάκη και τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο: Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, «Ο Κωνσταντίνος Εμμ. Πετυχάκης (1853- 1929) και ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ρεθύμνης», Αναζητήσεις, περιοδική έκδοση Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Ρεθύμνου, τ. 3-4 (1996), 99- 105.

[3] «Η Νυκτερινή Σχολή», Ο Τύπος 22-12-1936.

[4] Η ιδέα ίδρυσης τής Εταιρείας ανήκε στον Βασ. Καλαϊτζάκη, της εφημερίδας «Κρητική Επιθεώρησις», με Διευθυντή, τότε, τον Ι. Σ. Καλαϊτζάκη. Το καταστατικό τής Εταιρείας δημοσιεύθηκε στην Κρητική Επιθεώρηση τής 3/7/1934. Η Εταιρεία είχε τα τμήματα: εορτασμού τής 8ης Νοεμβρίου, πνευματικής και καλλιτεχνικής κινήσεως, ερευνών, μελετών, εκδόσεων, εκπαιδεύσεως, υγιεινής, φιλανθρωπίας.

[5] Ο Δήμος στην προσπάθειά του αυτήν έσβηνε τα φώτα τής πόλης τη νύκτα, τού κωδωνοστασίου, των αποχωρητηρίων κ.λπ. («Η Νυκτερινή Σχολή», Ο Τύπος 22-12-1936).

[6] «Η Νυκτερινή Σχολή», Κρητική Επιθεώρησις 3-6- 1936 και Ο Τύπος με την ίδια ημερομηνία, όπου παρουσιάζεται η καθιερωμένη εορτή επί τη λήξει τού εκπαιδευτικού έτους, με την ευθύνη τού δασκάλου τής Σχολής Εμμ. Λινοξυλάκη.

[7] Μιχαήλ Πρεβελάκι, «Η Νυκτερινή Σχολή», Κρητική Επιθεώρησις 18-12-1938. Για τον Γυμνασιάρχη Μ. Πρεβελάκι βλ. Στεργίου Μιχ. Μανουρά, «Ο Γυμνασιάρχης Μιχαήλ Γ. Πρεβελάκις, η πολιτιστική κίνηση στο Ρέθυμνο και οι κρητολογικές μελέτες», περιοδ., Προμηθεύς ο Πυρφόρος, τ. 35 (Ιουλ.-Σεπτ. 1983, 179-185.