Τελευταίο αντίο στον Σάββα Μύρωνος Αμανατίδη

 

Σάββας Μύρωνος Αμανατίδης

Νεκρολογία

 

Τελευταίο αντίο στον

Σάββα Μύρωνος Αμανατίδη

 

 ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

       www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Το άγγελμα του θανάτου είναι πάντοτε οδυνηρό και επώδυνο, αν και γνωρίζουμε όλοι πως είναι το βεβαιότερο, το πιο σίγουρο και αναπόφευκτο γεγονός τής ζωής τού κάθε ανθρώπου. Η έγχρονη ζωή αποτελεί το σπέρμα τής αιωνιότητας, μέτρο για την κατάκτηση της οποίας θεωρείται ο βαθμός τής τελειότητας που θα επιτύχει ο άνθρωπος στη ζωή του για την ανάδειξη των σπουδαίων και μεγάλων ουρανοδρόμων αρετών που πρέπει να τον διακρίνουν και κατακοσμούν ενόσω ζει. Και το γνωστό απόφθεγμα τού αρχαίου ποιητή Μενάνδρου «ς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ», σε αυτές, ακριβώς, τις ουρανοδρόμους αρετές αναφέρεται, που γνώρισαν, θεωρώ, απόλυτη εφαρμογή και πραγματοποιήθηκαν στον ύψιστο βαθμό στην προσωπικότητα του αείμνηστου και πάνυ αγαπητού Σάββα Μύρωνος Αμανατίδη, φίλου και για πολλά χρόνια συναδέλφου πεφιλημένου και εκλεκτού και σήμερα και συμπέθερου αγαπητού.

Πόντιος στην καταγωγή, γεννήθηκε στο χωριό Πεπονιά Κοζάνης, όπου και διδάχτηκε τα  πρώτα, τα εγκύκλια γράμματα. Στη συνέχεια, σπούδασε θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πρωτοδιόριστος καθηγητής στο Μουζάκι Θεσσαλίας γνώρισε, περί το έτος 1966, την αγαπημένη σύντροφο της ζωής του, την αείμνηστη ρεθεμνιώτισσα δασκάλα, Μαρία Βοριά, που, τον καιρό εκείνο, υπηρετούσε εκεί ως δασκάλα.  

Χάρη της αγαπημένης του Μαρίας ήλθε στη συνέχεια, το έτος 1981, και κατοίκησε στο Ρέθυμνο, με την οποία ευτύχησε να δημιουργήσουν μιαν αξιοζήλευτη οικογένεια και να αποκτήσουν τρία παιδιά, που του χάρισαν, σήμερα, πέντε υπέροχα εγγόνια. Υπήρξε αφοσιωμένος σύζυγος και υπόδειγμα στοργικού πατέρα. Χτυπήθηκε, όμως, σκληρά από τη ζωή χάνοντας πολύ ενωρίς την αγαπημένη σύντροφο του, πράγμα που τον ανάγκασε, έκτοτε, να σηκώσει μόνος του αλλά αξιοπρεπώς όλο το βάρος της οικογένειας.

Το ίδιο αγαπητός υπήρξε, ομολογουμένως, ο Σάββας Αμανατίδης και στους συναδέλφους του καθηγητές, στους μαθητές του και σε όλους όσοι- στον επαγγελματικό του χώρο- τον γνώρισαν και τον έζησαν από κοντά. Γιατί και ως δάσκαλος ο Σάββας Αμανατίδης είναι γεγονός ότι γνώριζε να ενθουσιάζει τους μαθητές του, από τους οποίους και υπεραγαπάτο με τον πιο φυσικό, άδολο κι ανεπιτήδευτο τρόπο, γιατί γνώριζε να μεταλαμπαδεύει σε αυτούς αξίες πολύτιμες, γνώση και σοφία από τον αστείρευτο και πολύπλευρο της ψυχής του πλούτο.

Δημιουργικός, πρακτικός και αποτελεσµατικός έγραψε και δημοσίευσε σειρά άρθρων στις τοπικές εφημερίδες και πραγματοποίησε δεκάδες ομιλιών. Όπου βρέθηκε και με όποιους συνεργάστηκε, τόσο στον επαγγελματικό χώρο, ως Διευθυντής, για πολλά χρόνια, του 3ου Γυμνασίου Ρεθύμνου- απ’ όπου και αποστρατεύθηκε ως επίτιμος Διευθυντής- όσο και στον επαγγελματικό συνδικαλισμό, όπου, επίσης, δραστηριοποιήθηκε ενεργά ως ευαισθητοποιημένος και ενεργός πολίτης, παντού κέρδισε τη φιλία, την αγαθή ανάμνηση και εκτίµηση όλων.

Χαρακτηριστικά τής προσωπικότητάς του ήταν, περαιτέρω, η ευγένεια τού χαρακτήρα, το χριστιανικό ήθος και η απλότητα. Παντού εμφανιζόταν προσηνής και εγκάρδιος, απλός στους τρόπους και αξιοπρεπής, αυθεντικός, ήρεμος και στοχαστικός. Οι συναναστρεφόμενοι μαζί του είχαν πάντοτε κάτι να ωφεληθούν.

     Καλό σου ταξίδι, συμπέθερέ μου, αγαπητέ, ας είναι ελαφρό το χώμα τής ρεθεμνιώτικης γης που σε σκέπασε και ο δικαιοκρίτης Θεός τής αγάπης και του ελέους ας τάξει την ψυχή σου «ἐν σκηναῖς δικαίων» και ας δώσει την εξ ύψους παρηγορία στα παιδιά σου, στον Μύρο, στη Βιργινία και στον Δημήτρη, στα εγγόνια σου και σε όλους εμάς που σε γνωρίσαμε και σε αγαπήσαμε.

  Ας είναι η μνήμη σου αιωνία!                                                                               

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡ. ΛΑΠΠΑΣ * * * ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ * Παλιές κοινές λέξεις

 


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡ. ΛΑΠΠΑΣ

 

ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Παλιές κοινές λέξεις

[Ελληνοεκδοτική Α.Ε.Ε.Ε., Αθήνα 2018, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 288]

 


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

 www.ret-anadromes.blogspot.com

 http://historicalcrete.ims.forth.gr

 

Ο κ. Δημήτρης Χρ. Λάππας είναι ένας εξαίρετος και πολυπράγμων φιλόλογος. Υπηρέτησε σε δημόσια σχολεία της Κέρκυρας, όπου και μόνιμα διαμένει. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή σχολικών, κυρίως, βοηθημάτων και λεξικών, βιβλία που αριθμούν πλέον των εξήντα, όπως:

-Εγκύκλιο Λεξικό Εννοιών και Όρων (Κορφή 2000)

-Λεξικό Ρημάτων Αρχαίας Ελληνικής Παιδείας (Αρχέτυπο 2004)

- Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής (Αρχέτυπο 2006) κ.λπ

Εκτός των εν λόγω σχολικών βοηθημάτων ο κ. Λάππας εξέδωσε και πολλές άλλες μελέτες ποικίλου ενδιαφέροντος. Μεταξύ αυτών σημειώνουμε τη «Συνοπτική Ιστορία της Κέρκυρας» (2012) και το «Ηπειρώτικο Γλωσσάρι- Παλιές κοινές λέξεις» (Αθήνα 2018), πονήματα εξαίρετα με τα οποία, πρόσφατα, φιλικά μάς τίμησε. Εκ των παραπάνω βιβλίων, λόγω και της πολύχρονης ενασχόλησής μας με την Ονοματολογία και τον τοπωνυμικό πλούτο του τόπου μας, προκρίναμε, με το παρόν σημείωμά μας, να κάνουμε λόγο σε αυτό, ειδικά, το τελευταίο. το «Ηπειρώτικο Γλωσσάρι».

Πρόκειται για μιαν αξιόλογη εργασία, που, κατά τον συγγραφέα, αποβλέπει, κυρίως, στη γνωριμία και εξοικείωση των νέων μας με την ηπειρώτικη ντοπιολαλιά και τις παλιές εκείνες κοινές λέξεις του ηπειρώτικου ιδιώματος, που οι περισσότεροι νέοι τις αγνοούν σήμερα λόγω έλλειψης βιωμάτων και συναισθηματικών δεσμών με τον τόπο. Πρόκειται για λέξεις που, δυστυχώς, κυριολεκτικά εξοβελίστηκαν στις μέρες μας από το στόμα του ηπειρωτικού λαού υπό την επίδραση του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού και ως προερχομένων από μια κοινωνία φτωχή και απομονωμένη και στενά συνδεδεμένη με την αγροτική και κτηνοτροφική ζωή. Η μοίρα των τελευταίων δεκαετιών ήταν ο άνθρωπος να ζήσει την αρχή των μεγάλων, των κοσμογονικών αλλαγών της ανθρωπότητας, που διαγράφονται ως μοίρα τεχνολογικού, από τη μια μεριά, μεγαλείου και ανθρώπινης, από την άλλη μεριά, τραγικότητας. Μια μοίρα, όμως, που συμπαρέσυρε μαζί της και τις ποικίλες ελληνικές διαλέκτους, όπως την ηπειρωτική και, φυσικά, και την κρητική, αλλά και όλες τις άλλες, καταλήγοντας, δυστυχώς, στη σύγχρονη ψηφιακή γλώσσα ως μέσο συνεννόησης των ανθρώπων και των λαών της εποχής μας, του λεγόμενου τεχνητού ιδιώματος των greeklish, των ελληνικών, δηλαδή, με λατινικούς χαρακτήρες.

Και αυτό, οπωσδήποτε, αποτελεί μια λίαν οδυνηρή διαπίστωση, που σχεδόν μάς βεβαιώνει ότι αυτή η ευγενής και αρχοντική και αρχαιοπρεπέστατη των παλαιών ελληνικών διαλέκτων «ομιλία», η ηπειρώτικη ντοπιολαλιά, δεν παρουσιάζε, πλέον, καθόλου θετικές προοπτικές για περαιτέρω επιβίωση και συνέχιση της ύπαρξής της (!) με τη ρίζα του κακού να εντοπίζεται σε αυτήν, όπως, ήδη, επισημάναμε, την ίδια τη φύση των πολιτισμικών πραγμάτων της εποχής μας, σε αυτήν την ίδια τη σημερινή γλωσσική εξέλιξη και πραγματικότητα.

Ο τίτλος και ο υπότιτλος της παρουσιαζόμενης εργασίας αποκαλύπτουν ότι πρόκειται, ακριβώς, για έναν ειδικό κατάλογο ιδιωματικών λέξεων ενός γεωγραφικού διαμερίσματος της Ελλάδας και εν προκειμένω της Ηπείρου, και όχι, βέβαια, για ένα «λεξικό», που, οπωσδήποτε, αφορά σε ένα συστηματικό έργο, πάνω στο σύνολο των λέξεων που διαθέτει μια γλώσσα.

Το παρουσιαζόμενο με το παρόν σημείωμά μας «Ηπειρώτικο Γλωσσάρι», λόγω της συγκεκριμένης ορεινής περιοχής από την οποία προέρχεται και της απομόνωσης του λαού από τον οποίο ομιλείται, εκεί στον βορειότερο ορεινό όγκο της ελλαδικής χερσονήσου, συγγενεύει σημαντικά με την αιωλοδωρική διάλεκτο, ενώ παρατηρούνται σε αυτό και δυνατές αρχαιοελληνικές και βυζαντινές ρίζες και αποκλίσεις. Ο συγγραφέας στην καταγραφή των λέξεων δίνει έμφαση στην ερμηνεία και ετυμολογία αυτών, καθώς και στα συνώνυμά τους, όπως δε επισημαίνει χαρακτηριστικά συμπεριλαμβάνονται σε αυτό, αναπόφευκτα, και λέξεις πανελλήνιας χρήσης, λέξεις πανελληνίου βεληνεκούς. Και αυτό, βέβαια, μπορεί αμέσως και με την πρώτη ματιά, να το διαπιστώσει και ο Κρητικός αναγνώστης, στον αντίποδα, ακριβώς, της Ελληνικής Χώρας, που μπορεί να εντοπίσει πληθώρα ηπειρωτικών λέξεων απόλυτα κατανοητών και σε αυτόν, που χρησιμοποιούνται, δηλαδή, και εδώ στην Κρήτη σήμερα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ή παρουσιάζουν, έστω, ελαφρότατες αποκλίσεις (και αυτές θεωρώ ότι είναι οι περισσότερες), όπως, για παράδειγμα, ντορβάς (μικρός σάκκος), ντουγρού, ντραγάτης (ο αγροφύλακας), ξεκούτης, ξεπαστρεύω, η ξάργητα (η αργοπορία), η σκλήθρα (το πελεκούδι), η σκουτέλα (γαβάθα), τσελεμπής (ο καλοντυμένος), χλαπακιάζω (τρώγω λαίμαργα), χλεμπονιάρης (ο αρρωστιάρης) και άλλες πολλές λέξεις «ων ουκ έστιν αριθμός.

Ανακαλύπτει, επίσης, και κάποιες άλλες λέξεις με μεγαλύτερες διαφορές, που χρειάζεται, ίσως, να προσπαθήσει κάπως για την κατανόησή τους, όπως βουρκόλακας (ο βρικόλακας), αμπρύτερα (πρωτύτερα), νεραντός (ο ρευστός, ο νερουλός), τσιάκαλος (ο τσάκαλος, το τσακάλι) κ.λπ., καθώς και κάποιες άλλες παντελώς διαφορετικές και ακατανόητες για μας τους Κρητικούς, όπως αντράλα (η ζαλάδα), βοζώνω (πεισμώνω), ζένω (μυρίζω άσχημα), μακαντάσης (ο φίλος, ο σύντροφος), μάνζαλα (τα άχρηστα πράγματα), μπράσκα (η χελώνα) κ.ο.κ. 

Με το έργο του αυτό ο φίλος Δημήτρης Χρ. Λάππας επιτελεί, θεωρούμε, έργο βαρύ, με εθνικές διαστάσεις, αφού παλεύει ενάντια στην ισοπέδωση και τον άγριο εκφυλισμό της ελληνικής μας ράτσας με την απώλεια της γλωσσικής ταυτότητας και των ιδιαιτεροτήτων μας ως έθνους, φυλής και ελληνικής πατρίδας, πράγμα για το οποίο θερμά και από καρδιάς τον ευχαριστούμε.

ΟΙ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΔΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

 

 

 

200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 4ΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ

 

 

 

ΟΙ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΔΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ

ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

 

 

 

      ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

                 www.ret-anadromes.blogspot.com

 

         Οι Κουρμούληδες ήταν μια πλούσια και σημαντική κρητική οικογένεια γαιοκτημόνων και κτηνοτρόφων της Μεσαράς, περιοχής που άκμαζε ήδη από την εποχή της Βενετοκρατίας. Λένε ότι τις παραμονές του Μεγάλου Ξεσηκωμού, το 1821, αριθμούσαν περί τις εκατό οικογένειες, όλες τους από την ίδια ρίζα προερχόμενες. Λένε, ακόμα, ότι οι Κουρμούληδες είχαν συγγένεια με τους Βλαστούς, των οποίων η οικογένεια προερχόταν από ένα από τα δώδεκα αρχοντόπουλα του Βυζαντίου, αλλά και προς τους περίφημους Ψαρομηλίγγους. 

 Οι Κουρμούληδες πολύ ενωρίς μετά την οθωμανική κατάκτηση- γύρω στα 1680- εξισλαμίστηκαν, αναδεικνύοντας στο εξής μπέηδες και αγάδες ανάμεσά τους, διατήρησαν, ωστόσο, την κρυπτοχριστιανική τους ιδιότητα, και έμειναν γνωστοί για την αυστηρότατη εμμονή τους στη χριστιανική πίστη και για την προστασία που επιφύλασσαν μυστικά στους κρυπτοχριστιανούς και σε κάθε χριστιανό της Κρήτης. Τιμωρούσαν, δηλαδή, σκληρά και δεν δειλιούσαν και να χτυπήσουν στα φανερά έναν γενίτσαρο πού μάθαιναν ότι κακουργούσε εναντίον κάποιου χριστιανού, βρίσκοντας κάποιαν αιτία κάθε φορά από διάφορες άλλες πράξεις των γενιτσάρων, ώστε να μην αποκαλύπτεται ποτέ η κρυπτοχριστιανική τους ταυτότητα, πού τη γνώριζαν μόνο πολλοί λίγοι χριστιανοί και κληρικοί, εκτός απ’ αυτούς τους ίδιους τους κρυπτοχριστιανούς, πού όλοι τους, φυσικά, αναγνωρίζονταν μεταξύ τους. Έτσι, σε κάθε περίπτωση, οι Κουρμούληδες είχαν έτοιμη τη δικαιολογία ότι, τάχατες, ο «πολυχρονεμένος μας Πατισάχ» για όλο το λαό του επιφυλάσσει την ίδια προστασία και ευφυώς και με πολλήν επιδεξιότητα αντιμε­τώ­πιζαν τις κατηγορίες και εξευμένιζαν τους αρμοδίους, για να τους ελέγχουν με δώρα και εκ­δουλεύσεις και εξυπηρετώντας, με τον τρόπον αυτόν, σταθερά τα συμφέροντα των Ελλήνων χριστιανών αδελφών τους.

        Πάντως, και παρόλες αυτές τις προφυλάξεις τους, κάποιες πράξεις τους, κάποτε, εξέθεταν τους κρυπτοχριστιανούς προστάτες των Χριστιανών σε σοβαρούς κινδύνους, όταν οι Τούρκοι τους υποπτεύονταν και τους θεωρούσαν ότι αυτοί ήταν οι αίτιοι ή οι κρυφοί φονιάδες αρκετών ομοεθνών τους γενιτσάρων, οι οποίοι κάθε τόσο βρίσκονταν σκοτωμένοι σε ενέδρες εδώ κι εκεί στα χωράφια.

Εικ. 1. Μιχαήλ Κουρμούλης

    Αρχηγός της μεγάλης αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας κατά τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ήταν ο περίφημος Μιχαήλ Κουρμούλης (1765- 1824), ο μέχρι τότε επιφανής Οθωμανός άρχοντας Χουσεΐν μπέης (εικ. 1). Είχε τη φήμη του καλύτερου ιππέα της Κρήτης και ήταν διοικητής ενός τουρκικού συντάγματος. Το παράστημά του ήταν επίσημο και επιβλητικό και ήταν σεβαστός από όλους, Τούρκους και Χριστιανούς. Διέθετε μεγάλη δύναμη στη Μεσαρά και συμμετείχε μυστικά στην προετοιμασία της εξέγερσης στην Κρήτη, όντας μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το 1818. Το Πάσχα του 1821, και ενώ βρισκόταν στα Χανιά, φανέρωσε δημόσια τη χριστιανική του ταυτότητα και με την έναρξη της επανάστασης στην Κρήτη, τέθηκε επικεφαλής της οικογένειας των Κουρμούληδων, καθώς και των υπόλοιπων Μεσαριτών. Όταν, όμως, στα 1824, η επανάσταση στην Κρήτη καταπνίγηκε, προσωρινά, ο Μιχαήλ Κουρμούλης κατέφυγε μαζί με τον Αρμοστή Εμμανουήλ Τομπάζη στην Ύδρα, όπου πέθανε την 1η Ιουλίου 1824 από τη θλίψη και τα τραύματά του,  «στερούμενος και αυτού του επιουσίου άρτου».

      Άλλοι επιφανείς, εκτός του Μιχαήλ, Κουρμούληδες είναι οι εξής:

       α) ο γιος του Δημήτριος, που, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε να συνεχίσει τον αγώνα του στην Κρήτη. Τελικά, σκοτώθηκε στη μάχη του Φαλήρου με δεκάδες άλλους Κρητικούς.

       β) ο νεότερος αδελφός του Γεώργιος

    γ) ο Μανόλης, γιος του Γεωργίου Κουρμούλη, που πολέμησε στο πλευρό του θείου του Μιχαήλ και του εξαδέλφου του Δημητρίου στη Μάχη του Φαλήρου, κατέβηκε και πάλι στην Κρήτη και σκοτώθηκε στην μάχη του Μοχού (9-12-1827).

  

       Ως κρυπτοχριστιανοί, λοιπόν, ή «μυστικοί χριστιανοί»- όπως τους αποκαλεί το συναξάριό τους- και οι άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες[1] ήταν «Κουρμούληδες» και διατηρούσαν στενές σχέσεις με το χωριό Κουσές των Αστερουσίων, εξήντα δύο χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης του Ηρακλείου, έδρα της μεγάλης αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας. Από εδώ, λοιπόν, από τον Κουσέ, και οι Άγιοί μας έλκουν την κρυπτοχριστιανική τους ιδιότητα, εκ των κρυπτοχριστιανών, δηλαδή, αρχηγών και προστατών τους Κουρμούληδων τού εν λόγω χωριού.

      Για τον λόγο αυτόν, οι Τέσσερις Νεομάρτυρες ερχόντουσαν τακτικά στον Κουσέ, για να εκτελέσουν εδώ απαρατήρητοι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, στους δύο μεγάλους πύργους- γνωστούς και ως «Πύργους των Κουρμούληδων»- που διέθεταν πολεμίστρες και πλούσιους αποθηκευτικούς χώρους και συνεχίζουν να διατηρούνται σε καλή κατάσταση μέχρι και σήμερα (εικ. 2, 3). Δίπλα στον έναν από αυτούς και σε υπόγεια κατακόμβη, υπήρχε μυστική εκκλησία της Αγίας Πελαγίας, στην οποία μπορούσαν απαρατήρητοι και υπό την προστασία των Κουρμούληδων προστατών τους να παντρεύονται και να βαπτίζουν τα παιδιά τους, με ειδικούς, πάντοτε, έμπιστους ιερείς, προερχόμενους από άλλες μακρινές περιοχές (συνήθως από την ανατολική Κρήτη), και να παρακολουθούν τη θεία λειτουργία, να εξομολογούνται και να κοινωνούν των θείων μυστηρίων.

Εικ. 2. Ο Κάτω Πύργος των Κουρμούληδων

Εικ. 3. Ο Πάνω Πύργος των Κουρμούληδων

      Ώστε οι Κρήτες κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι απέπτυαν τον μωαμεθανισμό επί Τουρκοκρατίας, είχαν στο εξής ως αρχηγούς και προστάτες τους τούς αδελφούς Κουρμούληδες τής Μεσαράς, κυρίους πολυάριθμων κολλίγων (δηλαδή δούλων κρυπτοχριστιανών), που και εκείνοι με τη σειρά τους ονομάζονταν «Κουρμούληδες». Όπως, μάλιστα, δίδαξε ο Στέφανος Ξανθουδίδης, οι υπαγόμενοι επί Ενετοκρατίας σε έναν φεουδάρχη λάμβαναν το επώνυμό του και από αυτό, ακριβώς, εξηγείται η πληθώρα των Καλλέργηδων, Σκορδιλών, Βαρούχηδων κ.ά., που, ως χωρικοί και δουλοπάροικοι, λάμβαναν τα ονόματα των ευγενών αυτών οικογενειών στις οποίες υπάγονταν και δούλευαν[2].

  Κατά τον ίδιο, λοιπόν, τρόπο, «Κουρμούληδες» ονομάστηκαν και οι κρυπτοχριστιανοί Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες των Μελάμπων, που τέθηκαν δουλοπάροικοι και υπό την προστασία της ισχυρής αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας τής Μεσαράς και με το όνομα αυτό τούς αποκάλεσε και ο γνωστός Άγγλος περιηγητής Robert Pashley[3], που περιόδευε ανά την Κρήτη και το Ρέθυμνο στα 1834, άρα, δέκα, μόλις, χρόνια μετά το μαρτύριό τους (1824). Ο Pashley αντλούσε τις πληροφορίες του από το άμεσό του περιβάλλον (που και έτσι, προφανώς, γνώριζε τους Τέσσερις Μάρτυρες. ως «Κουρμούληδες») και έτσι τους ονόμασε κι εκείνος, θέλοντας να δείξει ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί και όχι Ρετζέπηδες μουσουλμάνοι. Πιθανόν, βέβαια, να μη γνώριζε και το κρητικό τους επώνυμο (γιατί, αλλιώς, είναι βέβαιο ότι θα το παρέθετε και αυτό), που- όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο μας- ήταν «Βλατάκης».

 

 



              [1] Έτσι, ως «μυστικούς χριστιανούς», ονομάζει το συναξάρι των Αγίων τους κρυπτοχριστιανούς, οι οποίοι λέγει: «έσωθεν μεν ήσαν χριστιανοί Ορθόδοξοι, πράττοντες άπαντα τα των χριστιανών έθιμα και απολαμβάνοντες μυστικώς άπαντα τα της Εκκλησίας Μυστήρια, ώσπερ και οι χριστιανοί, έξωθεν δε Οθωμανοί φαινόμενοι εις αυτούς διά τον φόβον» (Ακολουθία των Αγίων Τεσσάρων Νέων του Χριστού Μαρτύρων 1865: 8).

         [2] Βλ. Τωμαδάκης, Νικόλαος Β.: «Κρήτες Νεομάρτυρες», στο Δ΄ Μέρος (Επίμετρον), Προμηθεύς ο Πυρφόρος , τεύχ. 22 (1980), Αθήνα, 326.

          [3]   Pashley, Robert, Travels in Crete, τ. 1, κεφ. VII, London 1837, 107- 108.

Στων Βασιλεών (ή Βασιλειών) τη Ρίζα * * * ΜΥΡΘΙΟΣ, ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΡΕΘΥΜΝΟΥ

 

Μύρθιος Αγίου Βασιλείου

ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

 

Στων Βασιλεών (ή Βασιλειών) τη Ρίζα

     ΜΥΡΘΙΟΣ, ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΡΕΘΥΜΝΟΥ

 

 

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

www.ret-anadromes.blogspot.com

 

 

                                                                                                                       Στη μνήμη του σοφού Μυρθιανού

Γλωσσολόγου και Ακαδημαϊκού Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι

                                                       (1848-1941)

                                                     * * *

    Υπήρξε ιεροφάντης του ελληνικού λόγου και πατριώτης,

                                     όστις αγωνίσθηκε διά τα ελληνικά δίκαια όχι μόνον με την γραφίδα

                                                αλλά και με το όπλο 

                                                                                          (Ελ. Βενιζέλος)

 

Το Μικροτοπωνύμιο στων ΒασιλεώνΒασιλειών) τη Ρίζα βρίσκεται στα δυτικά του χωριού Μύρθιος, δήμου Αγίου Βασιλείου, επαρχίας Αγίου Βασιλείου, Ρεθύμνου. Του τοπωνυμίου προηγείται γενική προσδιοριστική. Ρίζα και Ρίζες είναι οι πρόποδες λόφου ή βουνού[1]. Ρίζα, όμως, είναι και το δέντρο[2].

Κατά τον μεγάλο μας γλωσσολόγο και Πατέρα της Ελληνικής Γλωσσολογικής Επιστήμης, Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι- από το ίδιο χωριό (Μύρθιο) καταγόμενο- δεν εννοείται ο λόγος του τοπωνυμίου. «Ουδείς, σημειώνει χαρακτηριστικά, δύναται να ορίση τι ήθελον εκεί οι βασιλείς ή οι Βασίλειοι, ένθα ουδέν ίχνος παλαιού οικήματος, αλλά μόνον απότομοι κρημνοί υπάρχουν»[3]. Άρα, σύμφωνα με τον τελευταίο λόγο του Χατζιδάκι, το τοπωνύμιο μάλλον θα αφορά στους πρόποδες βουνού, αφού το χαρακτηρίζουν, όπως λέγει, απότομοι κρημνοί. Δεν αποκλείω, πάντως, να υπήρχε εκεί, στη συγκεκριμένη ρίζα, και κάποιο δέντρο τεράστιο, «βασιλικό», σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία του β΄ συνθετικού και με όσα εκθέτω στην αμέσως επόμενη παράγραφο.

Και πραγματικά, με την μορφή αυτήν που το ερευνά ο Χατζιδάκις το τοπωνύμιο δεν εννοείται, είναι ανετυμολόγητο και παραμένει άγνωστη η αρχική προέλευσή του. Όμως, σε έρευνά μας στα χωριά τής εν λόγω επαρχίας, Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου[4], εντοπίσαμε την ύπαρξη- σε άλλα χωριά της ίδιας επαρχίας- και αρκετών άλλων, παράλληλων προς το εξεταζόμενο, τοπωνυμίων, όπως: στα Βασιλικά (Ακούμια), στο Βασιλικό και στου Βασιλικού το Λαγκό (Λευκόγεια), στο Βασιλικό Πέραμα και στη Βασιλική Στράτα (Μέλαμπες και Σπήλι). Μήπως, λοιπόν, και εδώ το τοπωνύμιο μπορούμε να το εννοήσουμε σύμφωνα με τα παραπάνω ως Βασιλική Ρίζα; Τα τελευταία τοπωνύμια (Βασιλική Στράτα, Πέραμα ή Βασιλικός Δρόμος, ή Βασιλικό Πηγάδι) χρησιμοποιούνται με τη σημασία του κεντρικού, του δημόσιου δρόμου ή του πηγαδιού από το οποίο όλη η κοινότητα εφοδιάζεται με νερό- όρος που χρησιμοποιείται ήδη από τη βυζαντινή εποχή. Πβ., επίσης, και στη Χίο τοπωνύμια: Βασιλικά, Βασιλικό, Βασιλική, Βασιλικές, Παλάτσια (= Παλάτια), αλλά και χωριό ολόκληρο Βασιλεώνοικο, που ο Κων. Άμαντος το ετυμολογεί εκ των «βασιλέων οίκων»[5].

Ίσως, λοιπόν, με αυτή τη σημασία, του κεντρικού, του δημόσιου- κατά τα παραπάνω καθόλου λίγα, αλλά πέντε (05)! συνολικά τοπωνύμια της ίδιας επαρχίας- να χρησιμοποιείται και στη Μύρθιο αυτό το ενδιαφέρον και τόσο προβληματικό τοπωνύμιο.

Ο Πατέρας, περαιτέρω, της Ελληνικής Λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, παρατήρησε[6] ότι το όνομα «Βασιλικά και Παλάτια είναι κοινό όνομα πλείστων αρχαίων μνημείων είτε συνδέονται με την παράδοση είτε μη» και αυτή, επίσης, μπορεί να είναι, νομίζω, μια ακόμα ετυμολογία του ανωτέρω «ανετυμολόγητου» (μάλλον δυσετυμολόγητου) από τον Γεώργιο Χατζιδάκι τοπωνυμίου του χωριού του, Μύρθιου. Δηλαδή, η Βασιλεών (ή Βασιλειών) Ρίζα της Μύρθιου συνδέεται με «αρχαία μνημεία», κατά τον λόγο του Νικολάου Πολίτη. Απλά η συνοδεύουσα παράδοση χάθηκε πολύ πριν από τα χρόνια του μεγάλου μας Μυρθιανού Γλωσσολόγου.



[1] Πβ. Σταμάτης Αποστολάκης, «Τοπωνύμια Καμπανού», Κρητική Εστία 178 (1968), 574 και Γ. Σειστάκης, «Ο Πρινές Σελίνου», 219 (1977), 838.

[2] Πβ. Γ. Σειστάκης, «Ο Σφακός», Κρητική Εστία 266-67 (1981), 203.

[3] Γ. Ν. Χατζιδάκις, «Τοπωνυμίαι του χωρίου Μύρθιο», Περιοδ. Δελτίον Βιβλιοθήκης Κρητικού  Φιλολογικού Συλλόγου, Εν Χανίοις, τ. Α΄ (Οκτ.- Δεκ. 1927), 3- 7. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, «Η Συμβολή του Γεωργίου Χατζιδάκη στη μελέτη και την έρευνα της Κρητικής Διαλέκτου», Προμηθεύς ο Πυρφόρος 25 (1981), 230.

[4] Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, Τοπωνυμικό της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου (και από 1/1/2011 Δήμου Αγίου Βασιλείου Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου), Ρέθυμνο 2011, σελ. 656.

[5] Κωνσταντίνος Άμαντος, «Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Χίου», Λεξικογραφικόν Αρχείον Β΄ (1915), 15.

[6] Νικόλαος Πολίτης, Παραδόσεις Β΄, 760.

ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ * * * Ρετζέπηδες, Βλατάκηδες ή Κουρμούληδες;

 

Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες, Ι. Σταθάκη 1913, Αλφά Μυλοποτάμου

200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 4ΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ

 

 

ΤΟ  ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ

                                       Ρετζέπηδες, Βλατάκηδες ή Κουρμούληδες;

 

 

  ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

         www.ret-anadromes.blogspot.com

 

         Οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες, «νέοι και γενναίοι, οθωμανικοίς ονόμασι προσαγορευόμενοι εις το φαινόμενον, καθώς και οι γονείς αυτών, γεωργοί το επιτήδευμα»[1], ήταν όλοι τους γόνοι της εύανδρης και πολυπληθούς κώμης των Μελάμπων Αγίου Βασιλείου, Ρεθύμνου, συγγενείς μεταξύ τους, τέκνα πλούσιας, καλής και εναρέτου οικογενείας, έγγαμοι και πατέρες παιδιών. Ο Μανουήλ και ο Αγγελής, γιοι Ιωάννου Ρετζέπη, ήταν αυτάδελφοι, γνήσιοι αδελφοί, ο δε Γεώργιος ήταν γιος του Κωνσταντίνου Ρετζέπη και ο Νικόλαος άλλου Ιωάννου Ρετζέπη, όλοι τους εξάδελφοι μεταξύ τους, αλλά και με τους αδελφούς Μανουήλ και Αγγελή.

       Μια πρώτη απλή επισήμανση που έχουμε να κάνουμε αφορά στο οικογενειακό όνομα των Αγίων, στο οποίο μπορεί, ίσως, να υπάρξει για ορισμένους κάποια σύγχυση, λόγω τής εκ των πραγμάτων του βίου τους τριπλής εκφοράς του (Ρετζέπηδες, Βλατάκηδες, Κουρμούληδες). Ρετζέπηδες ήταν κατά το οθωμανικόν, Βλατάκηδες κατά το ελληνικόν και Κουρμούληδες ως κρυπτοχριστιανοί.

       Οι Ρετζέπηδες ήταν κρυπτοχριστιανοί από θηλυγονία και κατάγονταν από τη μεγάλη κρυπτοχριστιανική οικογένεια των Κουρμούληδων της Μεσαράς. Είχαν κτήματα και τη διαμονή τους στον Κουσέ της Μεσαράς[2], αλλά αρκετοί από αυτούς βρίσκονταν και στα Ρεθεμνιώτικα, όπως εδώ στις Μέλαμπες. Όμως, το θωρούμε αναγκαίο να διευκρινίσουμε εξαρχής ότι οι άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες, προερχόμενοι από συγγενικές μεταξύ τους ενάρετες και χριστιανικές οικογένειες- όπως η συγκεκριμένη οικογένεια των Βλατάκηδων της κώμης των Μελάμπων- συνειδησιακά δεν υπήρξαν ποτέ μωαμεθανοί Ρετζέπηδες, αλλά σταθερά χριστιανοί Βλατάκηδες και ως κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες. Έτσι, και από τα δύο τελευταία οικογενειακά (Βλατάκης- Κουρμούλης) αναγνωρίζονται μέχρι και σήμερα απόγονοι των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων.

Το «Ρετζέπ(ης)» έγινε βαφτιστικό όνομα κάποιου προγόνου, κοινού πάππου, των Αγίων, με το όνομα Μανουήλ Βλατάκης και μετέπεσε, στη συνέχεια, όπως και τόσα άλλα βαπτιστικά ονόματα, σε επώνυμο[3]. Αυτός, λοιπόν, ο πρόγονος των Αγίων, κάποια στιγμή, δεν άντεξε την πίεση και την καταδυνάστευση του κατακτητή, λύγισε και με πόνο ψυχής προσποιήθηκε αλλαξοπιστία και επέλεξε τη γεμάτη φόβο και αγωνία ζωή του κρυπτοχριστιανού, προκειμένου να κερδίσει τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του και τη σημαντική περιουσία του, δεδομένου ότι οι κρυπτοχριστιανοί δεν πλήρωναν φόρους στο κράτος, ούτε δέχονταν ενοχλήσεις, απειλές και διώξεις από τους Οθωμανούς συμπολίτες τους.

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η αλλαξοπιστία αυτή του πάππου των Αγίων, Μανουήλ Βλατάκη, πιθανόν να συνέβη κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1770-71)- στην οποία, πιθανότατα, θα είχε λάβει κι εκείνος μέρος- προκειμένου να σώσει τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του από τις φοβερές διώξεις με τις οποίες, μετά την καταστολή της, απάντησαν οι Τούρκοι. Οπότε, ο εν λόγω πρόγονος των Αγίων πιθανότατα δέχτηκε τον εξιλαμισμό όχι για οικονομικούς μόνο λόγους- όπως συνέβη με πολλούς άλλους Κρητικούς- αλλά προκειμένου να σώσει την ίδια του τη ζωή και την οικογένειά του από τον αφανισμό[4]. Προς τούτο, συνδέθηκε συγγενικά με την πανίσχυρη κρυπτοχριστιανική οικογένεια των Κουρμούληδων της Μεσαράς, νυμφευόμενος, μάλιστα, μια Κουρμουλοπούλα από το χωριό τους, τον Κουσέ. Έκτοτε- και σύμφωνα και με το συναξάρι των Αγίων- το οθωμανικό αυτό όνομα του πάππου, «Ρετζέπ(ης)», παρέμεινε ως όνομα και των ιδίων των αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων και των γονέων τους[5], αφού κληρονομικά ακολούθησαν και οι Άγιοι τον κοινό πρόγονό τους στην πορεία του αυτήν.

Όμως, είναι γεγονός, όπως σημειώσαμε παραπάνω, ότι ο πρόγονος αυτός των Αγίων, ο Μανουήλ Βλατάκης, προσποιήθηκε μόνον ότι αλλαξοπίστησε, γιατί στην πραγματικότητα δεν έπαυσε ποτέ τόσον αυτός ο ίδιος όσο και η ευρύτερη οικογένειά του και αυτά τα εγγόνια του, οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες, να διατηρούν μέσα τους κρυφή και άσβεστη τη χριστιανική πίστη και ελπίδα, παραμένοντας, πάντα, στην ψυχή, κάτω από την κρυπτοχριστιανική τους ταυτότητα, Ρωμιοί και πιστοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Έτσι, τους έβλεπες να παρουσιάζονται έχοντας εικονικά στα χείλη τους τον Μωάμεθ, ενώ ο Χριστός δεν έπαυε ποτέ να θερμαίνει μέσα βαθιά τα φύλλα της καρδιάς τους!

        Μπορεί, λοιπόν, οι Άγιοί μας, να κληρονόμησαν την κατάσταση αυτήν από τον κοινό πρόγονο και πάππο τους, συνειδησιακά, όμως, ποτέ εκ παραδόσεως δεν την αποδέχτηκαν και ως φυσιολογική στη ζωή τους και αναγκάζονταν κι εκείνοι να προσποιούνται «κατ’ επιφάνειαν μόνον και εν αναποδράστω ανάγκη» τους μωαμεθανούς και ότι εφάρμοζαν πιστά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα τα απορρέοντα από τον ιερό Μουσουλμανικό Νόμο (παντρεύονταν, δηλαδή, και κατά το μωαμεθανικό τυπικό, πήγαιναν στο τζαμί και διάβαζαν το κοράνι), μέσα τους, όμως, άναβε δυνατή η φλόγα της ορθόδοξης πίστης και αφοσίωσής τους στον Χριστό και την Ελλάδα. Αυτό τους ανάγκαζε να εκτελούν, παράλληλα, και τα χριστιανικά θρησκευτικά τους καθήκοντα (να εκκλησιάζονται, να εξομολογούνται και να κοινωνούν) όχι, βέβαια, χωρίς δυσκολίες και πάντοτε μυστικά στο απόμακρο, συνήθως, χωριό των προστατών και αρχηγών τους κρυπτοχριστιανών Κουρμούληδων[6], στον Κουσέ της Μεσαράς[7], με σοβούντα και μόνιμα επικρεμάμενο πάνω τους τον κίνδυνο, αν ανακαλύπτονταν, να διακύβευαν τόσο τη ζωή τη δική τους, όσο και των τέκνων τους και των λοιπών προσφιλών τους προσώπων.  

Οι Άγιοι, δηλαδή, Τέσσερις Νεομάρτυρες ως κρυπτοχριστιανοί ή «μυστικοί χριστιανοί»- όπως τους αποκαλεί το συναξάριό τους- εκτός από Μελαμπιανοί «Βλατάκηδες»- ήταν και «Κουρμούληδες» και διατηρούσαν στενές σχέσεις με το χωριό Κουσές των Αστερουσίων, έδρα τής μεγάλης αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας. Από εδώ, από τον Κουσέ, οι Άγιοί μας έλκουν την κρυπτοχριστιανική τους ιδιότητα, εκ των κρυπτοχριστιανών, δηλαδή, αρχηγών και προστατών τους Κουρμούληδων τού εν λόγω χωριού. Οι Κρήτες κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι απέπτυαν τον μωαμεθανισμό επί Τουρκοκρατίας, είχαν στο εξής ως αρχηγούς και προστάτες τους τούς αδελφούς Κουρμούληδες τής Μεσαράς, κυρίους πολυάριθμων κολλίγων (δηλαδή δούλων κρυπτοχριστιανών), που και εκείνοι με τη σειρά τους ονομάζονταν «Κουρμούληδες». Γιατί, όπως δίδαξε ο Στέφανος Ξανθουδίδης, οι υπαγόμενοι επί Ενετοκρατίας σε έναν φεουδάρχη λάμβαναν, στη συνέχεια, το επώνυμό του και από αυτό, ακριβώς, εξηγείται η πληθώρα των Καλλέργηδων, Σκορδιλών, Βαρούχηδων κ.ά., που, ως χωρικοί και δουλοπάροικοι, λάμβαναν τα ονόματα των ευγενών αυτών οικογενειών στις οποίες υπάγονταν και δούλευαν[8].

Θεωρούμε, λοιπόν, ότι οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες, συνειδησιακά- ως προς την πρώτη τους επωνυμία- δεν υπήρξαν ποτέ μωαμεθανοί Ρετζέπηδες- όπως τους ήξεραν οι συγχωριανοί τους- αλλά ένιωθαν πάντοτε μέσα τους Έλληνες χριστιανοί, Βλατάκηδες, και ως κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες, ευρισκόμενοι, δηλαδή- σύμφωνα με όσα σημειώσαμε παραπάνω- κάτω από την προστασία της ισχυρής αυτής και μεγάλης κρυπτοχριστιανικής οικογένειας της Μεσαράς.

 

 



                      [1]  Ιλαρίωνος, Επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου 1877: 165 (συναξάρι).

                   [2]  Μουρέλλος, Ι. Δ., Ιστορία της Κρήτης, τ. Α΄, Ηράκλειον 1931: 370. Ψιλάκης, Βασίλειος Ιστορία τής Κρήτης, τ. Γ΄, Αθήναι χ.χ: 32.

              [3] Το Recep (απ’ όπου προέρχεται το βαπτιστικό Ρετζέπης) σημαίνει τον έβδομο μήνα του σεληνιακού έτους.

                        [4] Γρυντάκης, Γιάννης Μιχ., «Οι Τέσσερις Νεομάρτυρες Ρεθύμνης μέσα στην ιστορική συγκυρία» », Νέα Χριστιανική Κρήτη, τ. 24 (2005), 30-31.  

                    [5] Και με αυτό το όνομα αναφέρονται και στο συναξάριό τους, προκειμένου, προφανώς, να δηλωθεί η κρυπτοχριστιανική τους ταυτότητα.

                 [6]   Τωμαδάκης, Νικόλαος Β., ό.π., 326.

                [7]  Παπαδάκης, Κωστής Ηλ., «Σχέσεις Αστερουσίων και επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. “Βίοι παράλληλοι” ρεθεμνιώτικου και ηρακλειώτικου Νότου», στο συνέδριο Τα Αστερούσια της Παράδοσης και της Ιστορίας, Ηράκλειο 2017: 291- 292.

                 [8]   Τωμαδάκης, Νικόλαος Β., ό.π.